- περιειρω
- περιείρωπερι-είρωкругом нанизывать, надевать
περὴ γόμφους τὰ ξύλα π. Her. — скреплять доски гвоздями
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περὴ γόμφους τὰ ξύλα π. Her. — скреплять доски гвоздями
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιείρω — Α συναρμόζω, παρεμβάλλω γύρω γύρω («περὶ γόμφους πυκνοὺς καὶ μακροὺς περιείρουσι τὰ διπήχεια ξύλα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, παρεμβάλλω» … Dictionary of Greek
περιείρουσι — περϊείρουσι , περιείρω insert aor subj act 3rd pl (epic) περϊείρουσι , περιείρω insert pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περϊείρουσι , περιείρω insert pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιείρηται — περϊείρηται , περιείρω insert aor subj mid 3rd sg περϊείρηται , περιείρω insert pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιείρουσα — περϊείρουσα , περιείρω insert pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)